πικραντικός

From LSJ
Revision as of 17:30, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

νᾶφε καὶ μέμνασο ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πικραντικός Medium diacritics: πικραντικός Low diacritics: πικραντικός Capitals: ΠΙΚΡΑΝΤΙΚΟΣ
Transliteration A: pikrantikós Transliteration B: pikrantikos Transliteration C: pikrantikos Beta Code: pikrantiko/s

English (LSJ)

ή, όν,    A disposed to bitterness. Adv. -κῶς, διατίθεσθαι S.E.M.7.367.

German (Pape)

[Seite 614] Bitterkeit erregend, bitter; διατίθεμαι, ἀψινθίου τῇ γεύσει προσαχθέντος, Sext. Emp. adv. log. 1, 367.

Greek (Liddell-Scott)

πικραντικός: -ή, -όν, ὁ εἰς πικρίαν διατεθειμένος: ― Ἐπίρρ. πικραντικῶς διατίθεσθαι Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 367.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α πικραίνω
αυτός που έχει την προδιάθεση να πικραίνεται.
επίρρ...
πικραντικῶς
φρ. «πικραντικῶς διατίθεσθαι» — με την προδιάθεση να πικραίνεται, να θλίβεται.