πλινθιακός

From LSJ
Revision as of 17:35, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλινθιακός Medium diacritics: πλινθιακός Low diacritics: πλινθιακός Capitals: ΠΛΙΝΘΙΑΚΟΣ
Transliteration A: plinthiakós Transliteration B: plinthiakos Transliteration C: plinthiakos Beta Code: plinqiako/s

English (LSJ)

ή, όν,    A of or for bricks: ὁ π., = πλινθευτής, D.L.4.36.

German (Pape)

[Seite 636] zum Ziegel gehörig; ὁ πλ., = πλινθευτής, Diog. L. 4, 36.

Greek (Liddell-Scott)

πλινθιακός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς πλίνθους, ὁ πλ. = πλινθευτής, Διογ. Λ. 4. 36.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πλίνθους
2. το αρσ. ως ουσ.πλινθιακός
πλινθευτής, πλινθουργός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. παράγεται μάλλον από τον τ. πλινθίον, υποκορ. του πλίνθος (πρβλ. θηρ-ιακός: θηρ-ίον)].

Russian (Dvoretsky)

πλινθιακός: ὁ кирпичный мастер, кирпичник Diog. L.