ποιανθής
From LSJ
English (LSJ)
ές, A luxuriant in grass, νῆσος Orph.A.1050.
German (Pape)
[Seite 645] ές, grasblühend, grasreich, Orph. Arg. 1048.
Greek (Liddell-Scott)
ποιανθής: -ές, ἀνθηρὸς ἐξ ἀφθόνου πόας, νῆσος Ὀρφ. Ἀργ. 1048.
Greek Monolingual
-ές, Α
χλοερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποία, δωρ. τ. του πόα + -ανθής (< ἄνθος), πρβλ. χλο-ανθής].