πολυβλέφαρος

From LSJ
Revision as of 17:50, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠβλέφᾰρος Medium diacritics: πολυβλέφαρος Low diacritics: πολυβλέφαρος Capitals: ΠΟΛΥΒΛΕΦΑΡΟΣ
Transliteration A: polyblépharos Transliteration B: polyblepharos Transliteration C: polyvlefaros Beta Code: poluble/faros

English (LSJ)

ον,    A with many eyes, Nonn.D.20.65.

German (Pape)

[Seite 660] mit vielen Augenlidern, Nonn. D. 20, 65.

Greek (Liddell-Scott)

πολυβλέφᾰρος: -ον, ὁ ἔχων πολλὰ βλέφαρα, Νόνν. Δ. 20. 65.

Greek Monolingual

-ον, Μ
1. αυτός που έχει μεγάλα βλέφαρα
2. αυτός που έχει πυκνές και μεγάλες βλεφαρίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -βλέφαρος (< βλέφαρον), πρβλ. χαριτο-βλέφαρος].