πολυβλέφαρος

From LSJ

Πενίας βαρύτερον οὐδέν ἐστι φορτίονOnus est inopia longe gravius ceteris → Als Armut gibt es keine Last, die schwerer wiegt

Menander, Monostichoi, 450
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠβλέφᾰρος Medium diacritics: πολυβλέφαρος Low diacritics: πολυβλέφαρος Capitals: ΠΟΛΥΒΛΕΦΑΡΟΣ
Transliteration A: polyblépharos Transliteration B: polyblepharos Transliteration C: polyvlefaros Beta Code: poluble/faros

English (LSJ)

πολυβλέφαρον, with many eyes, Nonn. D. 20.65.

German (Pape)

[Seite 660] mit vielen Augenlidern, Nonn. D. 20, 65.

Greek (Liddell-Scott)

πολυβλέφᾰρος: -ον, ὁ ἔχων πολλὰ βλέφαρα, Νόνν. Δ. 20. 65.

Greek Monolingual

-ον, Μ
1. αυτός που έχει μεγάλα βλέφαρα
2. αυτός που έχει πυκνές και μεγάλες βλεφαρίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -βλέφαρος (< βλέφαρον), πρβλ. χαριτοβλέφαρος].