πονηροκάρδιος

From LSJ
Revision as of 18:30, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Μία χελιδὼν ἔαρ οὐ ποιεῖ → One swallow does not a summer make

Aristotle, Nicomachean Ethics, 1098a18
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πονηροκάρδιος Medium diacritics: πονηροκάρδιος Low diacritics: πονηροκάρδιος Capitals: ΠΟΝΗΡΟΚΑΡΔΙΟΣ
Transliteration A: ponērokárdios Transliteration B: ponērokardios Transliteration C: ponirokardios Beta Code: ponhroka/rdios

English (LSJ)

ον,    A bad-hearted, Gloss.

German (Pape)

[Seite 680] böses Herzens, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πονηροκάρδιος: -ον, ὁ ἔχων πονηράν, κακὴν καρδίαν, μοχθηρός, Κ. Μανασσ. Χρον. 4411.

Greek Monolingual

-ον, αυτός που έχει πονηρή, κακή καρδιά, μοχθηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πονηρός + καρδία (πρβλ. μελανο-κάρδιος)].