πόδαυρος
From LSJ
ποντίων τε κυμάτων άνήριθμον γέλασμα, παμμῆτόρ τε γῆ (Aeschylus' Prometheus Bound l. 90) → O infinite laughter of the waves of ocean, O universal mother Earth
English (LSJ)
ον, (αὔρα) A = ποδήνεμος, Hsch.
German (Pape)
[Seite 642] windfüßig, schnell wie der Wind, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
πόδαυρος: -ον, (αὔρα) «ποδαύρου· ἐρρωμένου τοὺς πόδας» Ἡσύχ., πρβλ. ποδήνεμος, τοῖς ποσὶ ταχύς, ἴδε Λοβεκ. Παθολ. σ. 260.
Greek Monolingual
ὁ, Α
δυνατός, γρήγορος στα πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + αὔρα (πρβλ. ἐν-αυρος)].