στομωτής

From LSJ
Revision as of 23:00, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στομωτής Medium diacritics: στομωτής Low diacritics: στομωτής Capitals: ΣΤΟΜΩΤΗΣ
Transliteration A: stomōtḗs Transliteration B: stomōtēs Transliteration C: stomotis Beta Code: stomwth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,= Lat.    A indurator, Gloss.

German (Pape)

[Seite 948] ὁ, der Eisen schärft, stählt, übh. der Verstärker, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

στομωτής: -οῦ, ὁ, (στομόω ΙΙΙ) ὁ σκληρύνων καὶ μετατρέπων τὸν σίδηρον εἰς χάλυβα, Γλωσσ.· στομωτήρ. -ῆρος, Βυζ.

Greek Monolingual

ὁ, Α στομῶ
τεχνίτης που στομώνει σιδερένια εργαλεία, που μετατρέπει τον σίδηρο σε χάλυβα.