στριφνότης
From LSJ
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
English (LSJ)
ητος, ἡ, metaph., A close texture, of style, D.H.Dem.34 codd.; cf. στρυφνότης.
Greek Monolingual
-ητος, ἡ, Α στριφνός
μτφ. (για λόγο) στρυφνότητα.