τετράσχιστος
From LSJ
ἴσον ἔχουσαν πατρὶ μένος καὶ ἐπίφρονα βουλήν (Hesiod, Theogony 896) → equal to her father in strength and in wise understanding (on Athena necklace)
English (LSJ)
ον, A split or parted into four, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1099] vierspaltig, viertheilig (?).
Greek (Liddell-Scott)
τετράσχιστος: -ον, ἐσχισμένος ἢ διῃρημένος εἰς τέσσαρα μέρη, Γλωσσ.
Greek Monolingual
-ον, Α
σχισμένος ή διαιρεμένος σε τέσσερα κομμάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + σχιστός (< σχίζω), πρβλ. πολύ-σχιστος].