τετράχοος
From LSJ
ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit
English (LSJ)
ον, contr. τετράχους, ουν, A holding four Χόες, κάδος Hedyl. ap. Ath.11.473a; μέτρον PGrenf.2.24.13 (ii B.C.). II as Subst., ὁ, or τό, an amount of four χόες, Gp.9.10.8.
German (Pape)
[Seite 1100] zsgzgn τετράχους, vier χόες haltend; κάδοι Hedyl. 2 (App. 28); Geop.
Greek (Liddell-Scott)
τετράχοος: -ον, συνῃρ. χους, ουν, ὁ χωρῶν τέσσαρας χόας, κάδος Ἀνθ. π. παράρτ. 28. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὁ, ποσὸν τεσσάρων χοῶν, Γεωπ. 9. 10, 8.
Greek Monotonic
τετράχοος: -ον, αυτός που έχει χωρητικότητα τέσσερις χόας, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
τετράχοος: стяж. τετράχους 2 содержащий четыре χοῦς (κάδοι Anth.).