τεχνοειδής
From LSJ
ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvious one, invisible connection is stronger than visible, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see
English (LSJ)
ές, A artistic, D.L.7.156.
German (Pape)
[Seite 1104] ές, kunstartig, D. L. 6, 156.
Greek (Liddell-Scott)
τεχνοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς τέχνην, τεχνικός, πνεῦμα πυροειδὲς καὶ τεχνοειδὲς Διογ. Λ. 7. 156.
Greek Monolingual
-ές, ΜΑ
το ουδ. ως ουσ. τὸ τεχνοειδές
η τεχνική ικανότητα
αρχ.
τεχνικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέχνη + -ειδής].
Russian (Dvoretsky)
τεχνοειδής: подобный мастеру, т. е. созидающий, творческий (πνεῦμα Diog. L.).