τετρώρυγος

From LSJ
Revision as of 09:00, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τὸ δ' ἐξαίφνης τὸ ἐν ἀναισθήτῳ χρόνῳ διὰ μικρότητα ἐκστάν → suddenly refers to what has departed from its former condition in a time imperceptible because of its smallness

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρώρῠγος Medium diacritics: τετρώρυγος Low diacritics: τετρώρυγος Capitals: ΤΕΤΡΩΡΥΓΟΣ
Transliteration A: tetrṓrygos Transliteration B: tetrōrygos Transliteration C: tetrorygos Beta Code: tetrw/rugos

English (LSJ)

ον,    A = τετρόργυιος, X.Cyn.2.5; cf. δι-, δεκ-ώρυγος.

Greek (Liddell-Scott)

τετρώρυγος: -ον, = τετρώργυιος, Ξεν. Κυν. 2, 5, πρβλ. δι-, δεκώρυγος.

Greek Monolingual

-ον, Α
τετρόργυιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -ώρυγος, σπάνια μορφή με την οποία απαντά ως β' συνθετικό η λ. ὀργυιά (πρβλ. πεντ-ώρυγος)].

Greek Monotonic

τετρώρῠγος: -ον, = τετρόργυιος, σε Ξεν.

Middle Liddell

τετρ-ώρυγος, ον, = τετρόργυιος, Xen.]