ἀμφίσωπος
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
ον, A = περίωπος, A Fr.41.
German (Pape)
[Seite 144] (ὀπή), von allen Seiten offen, Aesch. frg. 32 bei Hesych. s. v.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφίσωπος: -ον, = περίωπος, περίοπτος, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 35: πρβλ. περιωπή.
Greek Monolingual
ἀμφίσωπος, -ον (Α)
αυτός που φαίνεται από όλα τα σημεία, περίβλεπτος, περίοπτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφὶς + ὤψ].