ἀνακτητικός
From LSJ
ᾗ μήτε χλαῖνα μήτε σισύρα συμφέρει → content neither with cloak nor rug, be never satisfied, can't get no satisfaction, be hard to please
English (LSJ)
ή, όν, A recuperative: ἀνακτητικόν· γλήχων, Hsch. (cf. ἀνακτάομαι 1.2).
German (Pape)
[Seite 194] geschickt wieder zu erlangen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακτητικός: -ή, -όν, κατάλληλος πρὸς ἀνάρρωσιν, ἀμφ. παρὰ Διοσκορ.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 que hace recobrarse σίκυς ... ἀνακτητικὸς λειποθυμιῶν Dsc.2.135.
2 subst. bot. τὸ ἀ. poleo, Mentha pulegium L., ἀνακτητικόν· γλήχων Hsch.