ἐνεχύρωμα
From LSJ
Πολλοὺς ὁ καιρὸς οὐκ ὄντας ποιεῖ φίλους → Occasione amicus fit, qui non fuit → Die rechte Zeit macht manchen, der's nicht ist, zum Freund
English (LSJ)
ατος, τό, A = -ασμα, EM706.41 (pl.).
Greek Monolingual
ἐνεχύρωμα, το (Α) ενεχυρώ
αυτό που λαμβάνεται ως ενέχυρο, το ενεχύρασμα.