ἑπταμελής
From LSJ
πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure
English (LSJ)
ές, A having seven members, Procl. in Ti.2.209D.
Greek (Liddell-Scott)
ἑπταμελής: -ές, ὁ συγκείμενος ἐξ ἑπτὰ μελῶν, Πρόκλ. εἰς Πλάτ. Τίμ. σ. 204, ἔκδ. Βασιλ.
Greek Monolingual
-ές (AM ἑπταμελής, -ές)
αυτός που αποτελείται από επτά μέλη («επταμελές δικαστήριο»).