ἑτεροσχήμων

From LSJ
Revision as of 22:45, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑτεροσχήμων Medium diacritics: ἑτεροσχήμων Low diacritics: ετεροσχήμων Capitals: ΕΤΕΡΟΣΧΗΜΩΝ
Transliteration A: heteroschḗmōn Transliteration B: heteroschēmōn Transliteration C: eteroschimon Beta Code: e(terosxh/mwn

English (LSJ)

ον,    A of varying shape, φύλλα Thphr.HP1.10.1; altered in shape, distorted, Luc.Hist.Conscr.51. Adv. -μόνως Vett.Val.333.20:— later ἑτερό-σχημος, ον, irregular, διαλείμματα Heliod. ap. Orib.48.20.15.

Greek (Liddell-Scott)

ἑτεροσχήμων: ἑτερόσχημον, ἔχων διάφορον σχῆμα, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 10, 1, Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 51· μεταγεν. ἑτερόσχημος, ον.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
de figure ou d’aspect différent.
Étymologie: ἕτερος, σχῆμα.

Greek Monolingual

ἑτεροσχήμων, ὁ (Α)
1. αυτός που έχει διαφορετικό σχήμα, ο ετερόσχημος
2. αυτός που έχει αλλοιωμένο ή διεστραμμένο το σχήμα.
επίρρ...
ἑτεροσχημόνως (Α)
με διαφορετικό ή αλλοιωμένο σχήμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -σχήμων (< σχήμα), πρβλ. πολυ-σχήμων, μεγαλο-σχήμων].

Russian (Dvoretsky)

ἑτεροσχήμων: 2, gen. ονος имеющий иной вид, отличающийся по виду Luc.