ἱππιστί
From LSJ
ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar
Full diacritics: ἱππιστί | Medium diacritics: ἱππιστί | Low diacritics: ιππιστί | Capitals: ΙΠΠΙΣΤΙ |
Transliteration A: hippistí | Transliteration B: hippisti | Transliteration C: ippisti | Beta Code: i(ppisti/ |
Adv., A = ἱππηδόν, astride, Ἀφροδίτη ἱ. καθημένη ἐπὶ Ψυχῆς PMag.Par.1.1724.
ἱππιστί (Α) ίππος
επίρρ. πάπ. ιππαστί, ιππηδόν, καβάλα, καβαλικευτά, σαν ιππέας.