ἱερόδουλος

From LSJ
Revision as of 23:45, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱερόδουλος Medium diacritics: ἱερόδουλος Low diacritics: ιερόδουλος Capitals: ΙΕΡΟΔΟΥΛΟΣ
Transliteration A: hieródoulos Transliteration B: hierodoulos Transliteration C: ierodoulos Beta Code: i(ero/doulos

English (LSJ)

ὁ, ἡ,    A temple-slave, PCair.Zen.451 (iii B.C.), PHib.1.35.3 (iii B.C.), UPZ34.13 (ii B.C.), PTeb.6.25 (ii B.C.), SIG996.29 (Smyrna), BMus.Inscr.986.4 (Cyprus), OGI383.174 (Nemrud Dagh, i B.C.), etc.; νεωκόροι καὶ ἱ.Ph.2.420; of the Nethinim, LXX 1 Es.1.2, al.; esp. of templecourtesans at Corinth and elsewhere, Str.8.6.20, 6.2.6; also of men, Id.11.4.7, al.

German (Pape)

[Seite 1241] ὁ, ἡ, Sklaven u. Sklavinnen, die, zum Tempeldienste bestimmt, als den Göttern gehörig betrachtet werden; bes. in den Tempeln der Aphrodite in Korinth u. sonst; γυναῖκες Strab. VI, 272; Philo. Vgl. Hirt über die Hierodulen.

Greek (Liddell-Scott)

ἱερόδουλος: ὁ, ἡ, δοῦλος ναοῦ, νεωκόροι καὶ ἱερόδουλοι Φίλων 2. 420· ἰδίως ἐπὶ δημοσίων ἑταιρῶν ἐν τῷ ναῷ τῆς Ἀφροδίτης ἐν Κορίνθῳ, «ἃς ἀνετίθεσαν τῇ θεῷ καὶ ἄνδρες καὶ γυναῖκες» Στράβ. 378, 272, πρβλ. Πινδ. Ἀποσπ. 87· κ. ἀλλ., Συλλ. Ἐπιγρ. 2327, 5082· ἴδε Κουρτ. Ἀνέκδ. Δελφ. σ. 16. κ. ἑξ.· - ἱεροδουλεία (ὀρθὸν δουλία), ἡ, ἑταιρεία τῶν ἱεροδούλων, Συλλ. Ἐπιγρ. 6000. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 152.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ, ἡ)
esclave attaché au service d’un sanctuaire.
Étymologie: ἱερός, δοῦλος.

Greek Monolingual

η (Α ἱερόδουλος, ὁ, ἡ)
νεοελλ.
πόρνη
αρχ.
1. δούλος που υπηρετούσε στον ναό κάποιου θεού
(«νεωκόροι καὶ ἱερόδουλοι», Φιλ.)
2. (το θηλ. πληθ.) αἱ ἱερόδουλοι
γυναίκες που υπηρετούσαν στον ναό της Αφροδίτης και παρείχαν τον εαυτό τους σε συνουσία («το τε τῆς Ἀφροδίτης ἱερὸν... πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερό- + δούλος. Η νεοελλ. σημ. «εταίρα» προέκυψε από την αρχ. εξειδικευμένη σημ. της λ. στο θηλ. ιερόδουλοι, αι «γυναίκες που υπηρετούσαν στον ναό της Αφροδίτης και παρείχαν τον εαυτό τους σε συνουσία»].

Russian (Dvoretsky)

ἱερόδουλος: ὁ, ἡ иеродул, раб при храме, храмовый служитель Plut.