ὑάγχη

From LSJ
Revision as of 08:09, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑάγχη Medium diacritics: ὑάγχη Low diacritics: υάγχη Capitals: ΥΑΓΧΗ
Transliteration A: hyánchē Transliteration B: hyanchē Transliteration C: yagchi Beta Code: u(a/gxh

English (LSJ)

[ῠ], ἡ, (ὗς, ἄγχω)    A angina with external swellings like those in scrofula, Cael.Aur.CP3.1: v. κυν-άγχη.

German (Pape)

[Seite 1167] ἡ, die Bräune bei Schweinen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὑάγχη: ἡ, (ὗς ἄγχω) νόσος τοῦ λαιμοῦ τῶν χοίρων, angina· καθόλου δέ, δεινὸς λαιμόπονος ἢ κατάρρους τοῦ λαιμοῦ, συνάγχη, πρβλ. Plin. N. H. 8. 51 καὶ ἴδε κυνάγχη.

Greek Monolingual

η / ὑάγχη, ΝΑ
νόσος του λαιμού τών χοίρων και, ειδικότερα, φλεγμονή του βλεννογόνου του οπίσθιου τμήματος του στόματος και του λάρυγγα
αρχ.
(γενικά) οξύς πόνος του λαιμού, κυνάγχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὗς «χοίρος» + -άγχη (< ἄγχω), πρβλ. κυν-άγχη, χοιρ-άγχη].