ῥοών
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
ῶνος, ὁ, (ῥόα) A pomegranate-orchard, LXX Za.12.11.
German (Pape)
[Seite 850] ῶνος, ὁ, ein mit Granatäpfelbäumen bepflanzter Platz, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ῥοών: -ῶνος, ὁ, (ῥόα) ἄλσος ἐκ ῥοῶν, τόπος κατάφυτος ἐκ ῥοιῶν, Ἑβδ. (Ζαχ. ΙΒ΄, 11).
Greek Monolingual
ὁ, Α
κήπος με ροδιές, ροδώνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόα «ροδιά» + επίθημα -ών (πρβλ. ελαι-ών)].