παγγόνατον
From LSJ
ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών → get lost, buzz off, on yer bike, bug off, bugger off, clear out, clear off, take a hike, beat it, scram, get out of here, get outta here
English (LSJ)
τό, A = βήχιον 1, Ps.-Dsc.3.112.
Greek Monolingual
παγγόνατον, το (Α)
φαρμακευτικό φυτό που ανακουφίζει από τον βήχα, το βήχιον.