βιοφθόρος
From LSJ
English (LSJ)
ον, A destructive of life, χρυσός Ps.- Phoc.44.
German (Pape)
[Seite 446] das Leben verderbend, Phocyl. 39.
Greek (Liddell-Scott)
βιοφθόρος: -ον, καταστροφεὺς τῆς ζωῆς, Ψευδοφωκύλ. 39.
Spanish (DGE)
-ον
destructor, corruptor de la vida χρυσός Ps.Phoc.44, ᾍδας BCH 85.1961.848 (Paros V/IV a.C.).
Greek Monolingual
βιοφθόρος, -ον (Α)
αυτός που φθείρει τη ζωή, θανατηφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βίος + -φθόρος < φθείρω.