Σπάρτηθεν
From LSJ
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
adv.
de Sparte.
Étymologie: Σπάρτη, -θεν.
Α
επίρρ. από τη Σπάρτη.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Σπάρτη + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. Λιβύη-θεν)].
Σπάρτηθεν: adv. из Спарты Hom.
from Sparta, Od.