Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
ἄνδιχα (Α)1. επίρρ. σε δύο κομμάτια, δύο μέρη, χωριστά2. πρόθ. δίχως, χωρίς.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ανά + δίχα.