πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure
η και αγκωναροδέσι, το1. σύνδεση αγκωναριών με σιδερένια ελάσματα2. τμήμα οικοδομής χτισμένο με αγκωνάρια.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αγκωνάρι + δένω].