αδειοπούγγης

From LSJ
Revision as of 22:25, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τίμα τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → Metue senectam: quippe comitata advenit → Das Alter achte, denn alleine kommt es nicht

Menander, Monostichoi, 491

Greek Monolingual

ο
1. αυτός που το πουγγί του δεν έχει χρήματα, φτωχός, θεόφτωχος
2. αυτός που ξοδεύει, που σπαταλά τα χρήματά του, ο άσωτος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άδειος + πουγγί].