ὥστε ὁ βίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable
ἀερσιπόρος, -ον (Α)
αυτός που προχωρεί ψηλά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < θ. ἀερσι- (< ἀείρω Ι) + -πόρος < πείρω (= διαπερνώ, διασχίζω)].