αλλήλων

From LSJ
Revision as of 23:10, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source

Greek Monolingual

ἀλλήλων (ΑΜ)
(αλληλοπαθής αντωνυμία σε γενική πληθυντικού τών τριών γενών, δίχως ονομαστική
δηλώνει αμοιβαία ενέργεια ή κατάσταση ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα πρόσωπα ή πράγματα αμοιβαία)
ο ένας τον άλλον, ο ένας στον άλλον, ο ένας προς τον άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ο τ. συνδέεται ετυμολογικά με το επίθ. άλλος. Από αρχικό ἄλλος ἄλλοιιν > ἀλλοαλλοιιν > ἀλλάλλ- (με κράση ή με έκταση του β΄ φωνήεντος λόγω της συνθέσεως), απ’ όπου με απλοποίηση του δεύτερου -λ- ἀλλάλ-, ἀλλήλ-. Κατ' άλλους ο τ. προήλθε από διαφορετικές φραστικές ενότητες (θηλυκού: ἀλλᾶ-ἄλλᾶν ή ουδετέρου: 'ἄλλα-ἄλλα).
ΠΑΡ. αρχ. ἀλληλίζω
μσν.- νεοελλ.
αλλήλως].