αλλογνώμων
From LSJ
Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ' Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?
Greek Monolingual
ἀλλογνώμων (-ονος), ο (ΑΜ)
1. μη σταθερός, ευμετάβλητος
2. αυτός που έχει παράξενες γνώμες.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀλλο- + -γνώμων < γνώμη].