αλφάδι

From LSJ
Revision as of 23:25, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")

τὸ ἀεὶ ταῦτα οὕτως ἔχειν ἐχάλασαν → relaxed the strictness of the doctrine of perpetual strife

Source

Greek Monolingual

το (Μ ἀλφάδιον)
γενική ονομασία οργάνων με τα οποία ελέγχουμε την οριζοντιότητα μιας επίπεδης επιφάνειας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄλφα + υποκορ. κατάλ. -άδι
η ονομασία του οργάνου οφείλεται στο σχήμα του.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλφαδάκι, αλφαδιά, αλφαδιάζω].