δημοσσόος
From LSJ
ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)
English (LSJ)
ον, (σῴζω) A saving the people: but, II δημόσσοος, (σεύω) driven away by the people:—both in Hsch.
German (Pape)
[Seite 565] Volk errettend, Hesych.; aber δημόσσοος, vom Volk vertrieben, Id.
Greek (Liddell-Scott)
δημοσσόος: -ον, (σῴζω) ὁ σῴζων τὸν λαόν· ἀλλά, ΙΙ. δημόσσοος, (σεύω) δημοδίωκτος, ἀποδιωκόμενος ὑπὸ τοῦ λαοῦ· ἀμφότερα παρ’ Ἡσυχ.
Spanish (DGE)
-ον
1 salvador del pueblo Hsch.
2 desterrado por el pueblo Hsch.