δυσαπάντητος
From LSJ
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
English (LSJ)
ον, A = δυσάντητος, Eust.1054.30, Suid.
German (Pape)
[Seite 676] = δυσάντητος, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
δυσαπάντητος: -ον, = δυσάντητος, Εὐστ. 1054. 30. Σουΐδ.
Spanish (DGE)
-ον
1 dificultoso ὁδός Cat.Cod.Astr.8(1).251.10, glos. a δυσάντητος Sud.
2 a lo que es difícil oponerse, autoritario ref. a una alocución de Aquiles a sus huestes, Eust.1054.30.
Greek Monolingual
δυσαπάντητος, -ον (Α)
δυσάντητος.