δᾴδωσις
From LSJ
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
English (LSJ)
εως, ἡ, A the disease of resin-glut, Thphr.CP5.11.3.
German (Pape)
[Seite 513] ἡ, das Kienigwerden, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
δᾴδωσις: -εως, ἡ, ἡ εἰς δᾳδίον μεταβολή, τὸ γενέσθαι τι ῥητινῶδες, Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 5. 11, 3.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ exceso de resina en los árboles, Thphr.CP 5.11.3.
Greek Monolingual
δᾳδωσις, η (Α) δαδοῡμαι
το να γίνεται κάποιο φυτό ρητινώδες, να περιέχει ρετσίνι.