θηριομάχης
From LSJ
ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me
English (LSJ)
[ᾰ], ου, ὁ, A one who fights with beasts, D.S. 36.10.
German (Pape)
[Seite 1209] ὁ, = θηριομάχος, D. Sic. exc. p. 537, 44.
Greek (Liddell-Scott)
θηριομάχης: -ου, ὁ, ὁ μαχόμενος πρὸς ἄγρια θηρία, ἰδίως ἐν τῷ Ρωμ. ἀμφιθέατρῳ, Λατ. bestiarius, Διόδ. Ἐκλογ. 537.
Greek Monolingual
θηριομάχης, ὁ (Α)
αυτός που παλεύει με θηρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + -μάχης (< μάχη), πρβλ. πεζο-μάχης, φαλαγγο-μάχης].
Russian (Dvoretsky)
θηριομάχης: Diod. = θηριομάχος.