καλαμοστασία
From LSJ
Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)
English (LSJ)
ἡ, A fixing of vine-poles, PGiss.56.12 (vi A.D.).
Greek Monolingual
καλαμοστασία, ἡ (Α)
πάπ. η τοποθέτηση καλάμινων υποστηριγμάτων στα κλήματα του αμπελιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + -στασία (< -στατης < ἵστημι), πρβλ. ζυγο-στασία, ηλιο-στασία].