καμηλάσιον
From LSJ
Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein
English (LSJ)
τό, A wages of camel-driver, PLond.5.1904.7 (v/vi A.D.).
Greek Monolingual
καμηλάσιον, τὸ (Α) καμηλάτης
πάπ. η αμοιβή του καμηλιέρη.