κατάπικρος
From LSJ
λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble
English (LSJ)
ον, A very bitter, τῇ ψυχῇ LXX 2 Ki.17.8, cf. Sm.Jb.6.3; Χολή PLeid.X.62.
German (Pape)
[Seite 1369] sehr bitter, herb, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
κατάπικρος: -ον, λίαν πικρός, λόγοι κατάπικροι τῇ ψυχῇ Ἑβδ. (Ἰὼβ Ϛ', 3).
Greek Monolingual
-η, -ο (Α κατάπικρος, -ον)
(επιτ. τ. του πικρός) πολύ πικρός
αρχ.
μτφ. καταλυπημένος, καταπικραμένος.