καταλυμακόομαι
From LSJ
English (LSJ)
(λῦμαξ) Pass., A to be silted up, Tab.Heracl.1.56.
Greek (Liddell-Scott)
καταλυμακόομαι: -οῦμαι, Παθ., καλύπτομαι μὲ λίθους, Ἡρακλειωτ. Πίν. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 5774-56: ὁ Ἡσύχ. ἔχει λύμακες· πέτραι.
Full diacritics: καταλῡμᾰκόομαι | Medium diacritics: καταλυμακόομαι | Low diacritics: καταλυμακόομαι | Capitals: ΚΑΤΑΛΥΜΑΚΟΟΜΑΙ |
Transliteration A: katalymakóomai | Transliteration B: katalymakoomai | Transliteration C: katalymakoomai | Beta Code: katalumako/omai |
(λῦμαξ) Pass., A to be silted up, Tab.Heracl.1.56.
καταλυμακόομαι: -οῦμαι, Παθ., καλύπτομαι μὲ λίθους, Ἡρακλειωτ. Πίν. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 5774-56: ὁ Ἡσύχ. ἔχει λύμακες· πέτραι.