κατατρεπτικῶς
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
English (LSJ)
A v. καταστρεπτικῶς.
Greek (Liddell-Scott)
κατατρεπτικῶς: Ἐπίρρ., ἀναστρόφως, ἀνατρεπτικῶς, ὅσα εἰσὶν ὁρμῆς κινητικὰ ἀνετικῶς ἐφ’ ἕτερα καὶ μὴ κ. Στοβ. Ἐκλογ. 2. 150.