κεκόρημαι
From LSJ
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
English (LSJ)
κεκορηώς, A v. κορέννυμι.
Greek (Liddell-Scott)
κεκόρημαι: κεκορηώς, ἴδε ἐν λέξ. κορέννυμι.
French (Bailly abrégé)
pf. Pass. ion. de κορέννυμι.
English (Autenrieth)
see κορέννῦμι.
Greek Monotonic
κεκόρημαι: Ιων. αντί κεκόρεσμαι, Παθ. παρακ. του κορέννυμι.
Russian (Dvoretsky)
κεκόρημαι: эп.-ион. pf. pass. к κορέννυμι.