κεδρίτης
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
[ῑ] οἶνος, ὁ, Wine A flavoured with κεδρία, Dsc.5.37.
German (Pape)
[Seite 1411] οἶνος, mit der Frucht der Ceder abgezogener Wein, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
κεδρίτης: οἶνος, ῑ, ὁ, οἶνος παρεσκευασμένος ἐκ κεδρίων ἢ κέδρων, Διοσκ. 5. 57.
Greek Monolingual
κεδρίτης, ὁ (Α) κέδρος
φρ. «κεδρίτης οἶνος» — κρασί παρασκευασμένο με ρητίνη ή έλαιο κεδρελάτης.