κλινοστρόφιον
From LSJ
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
English (LSJ)
τό, A engine of torture, Agath. 4.1 (pl.).
Greek (Liddell-Scott)
κλινοστρόφιον: τό, κολαστήριον ὄργανον, Ἀγάθ. 107Β (Casaub. χειρο-).
Greek Monolingual
κλινοστρόφιον, τὸ (Α)
όργανο βασανισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + -στρόφιον (< στρόφιον < στρόφος < στρέφω), πρβλ. πηλο-στρόφιον, χειρο-στρόφιον.