κομβίον
From LSJ
Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit
English (LSJ)
τό, A = περόνη, buckle, Eust.794.13, Sch.E.Hec.1170.
German (Pape)
[Seite 1477] τό, dim. zu κόμβος, VLL. u. Sp.