λαμπαδάρχης

From LSJ
Revision as of 13:45, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n

Menander, Monostichoi, 149
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαμπᾰδάρχης Medium diacritics: λαμπαδάρχης Low diacritics: λαμπαδάρχης Capitals: ΛΑΜΠΑΔΑΡΧΗΣ
Transliteration A: lampadárchēs Transliteration B: lampadarchēs Transliteration C: lampadarchis Beta Code: lampada/rxhs

English (LSJ)

ου, ὁ, A holder of the office of λαμπαδαρχία, JHS7.150 (Samos), CIG (add.) 3886 (Eumenia):— also λαμπᾰδάρχ-αρχος, IG12(5).176 ii (Paros), 11(2).203 A65 (Delos, iii B. C.), AJA19.446 (Opunt.Locr., iii B. C.).

Greek Monolingual

λαμπαδάρχης και λαμπάδαρχος, ό, θηλ. λαμπαδάρχισσα (Α)
αυτός που είχε το αξίωμα της λαμπαδαρχίας, επόπτης και χορηγός λαμπαδηδρομιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπάς, -άδος + -άρχης / -αρχος].