ληνοποιός
From LSJ
ὁ χρόνος ἐστὶ δάνος, τὸ ζῆν πικρός ἐσθ' ὁ δανίσας → time is a loan, and he who lent you life is a hard creditor | time is on loan and life's lender is a prick
Full diacritics: ληνοποιός | Medium diacritics: ληνοποιός | Low diacritics: ληνοποιός | Capitals: ΛΗΝΟΠΟΙΟΣ |
Transliteration A: lēnopoiós | Transliteration B: lēnopoios | Transliteration C: linopoios | Beta Code: lhnopoio/s |
ὁ, A = ληνοβάτης, Gloss.
ληνοποιός, ὁ (Α)
ληνοβάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ληνός «πατητήρι» + -ποιός (< ποιῶ)].