λημότης
From LSJ
English (LSJ)
ητος, ἡ, (λήμη) A soreness of eyes, Sch.Ar.Nu.326.
German (Pape)
[Seite 39] ητος, ἡ, das Triefen der Augen, lippitudo, Schol. Ar. Nubb. 326.
Greek (Liddell-Scott)
λημότης: -ητος, ἡ, πόνος τῶν ὀφθαλμῶν, ὀφθαλμία, Λατ. lippitudo, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 326.