λυκέη
From LSJ
ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος → for illustrious men have the whole earth for their tomb, for heroes have the whole earth for their tomb, the whole earth is the tomb of famous men
English (LSJ)
(sc. δορά), ἡ, A wolf's-skin, Il.10.459, Hsch.:—contr. λυκῆ App.Hisp.48, Poll.5.16.
Greek (Liddell-Scott)
λῠκέη: (ἐξυπακουομένου τοῦ δορά), ἡ, δέρμα λύκου, Ἰλ. Κ. 459· συνῃρ. λυκῆ, Ἀππ. Ἰβηρ. 48· περικεφαλαία ἐξ αὐτοῦ, Πολυδ. Ε΄, 16, Ἡσύχ.· - πρβλ. κυνέη, κυνῆ. - Ἴδε Κόντου Φιλολογ. Σύμμικτα ἐν «Ἀθηνᾶς» τ. Δ΄, σ. 324.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
Greek Monotonic
λῠκέη: (ενν. δορά), ἡ, δέρμα λύκου, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
λῠκέη: ἡ (sc. δορά) волчья шкура Hom.