μαρμαρόω
From LSJ
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
English (LSJ)
A coat with marble stucco, [[[κίονας]]] Jul.Ep.80:—Pass., PMag.Berol.1.109. 2 line with marble, κολυμβήθρα… μεμαρμαρώσθω Hero *Stereom.2.5. II Pass., to be turned to stone, Lyc.826.
Greek (Liddell-Scott)
μαρμαρόω: στρώννω μὲ μάρμαρα, μαρμαρώνω, Μαλαλ. 339, 7, Βασιλικ. 58, 2, 13, κλ. 2) διὰ γύψου καὶ μαρμαροκονίας ἀλείφω τι ὅπως φαίνηται ὡς μάρμαρον, Ἰουλιαν. τοῦ Παραβ. Ἐπιστ. Ἀνέκδ. Ι, 18 (Mus-Rhen. 1887, 21).